δαιμονισμένος

δαιμονισμένος
-η, -ο
βλ. δαιμονίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδαιμόνιστος — η, ο [δαιμονίζω] αυτός που δεν προσβλήθηκε από διαμόνια, ο μη δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

  • αεροχτυπιέμαι — και αγεροχτυπιέμαι 1. χτυπιέμαι απ’ τον άνεμο, ανεμοδέρνομαι 2. χτυπιέμαι από αερικό, προσβάλλομαι από δαιμόνια 3. (μτχ.) αεροχτυπημένος και αγεροχτυπημένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από αερικά, από δαιμόνια, ο δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίτης — ο [δαίμων] ο δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιάρης — α,. ικο (Μ δαιμονιάριος και δαιμονιάρης, θηλ. δαιμονιαρέα και δαιμονιαριά) 1. δαιμονισμένος, παράφορος 2. επιληπτικός …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιώ — δαιμονιῶ ( άω) (Α) [δαίμων] 1. δαιμονώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα) ο δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοπαρμένος — η, ο 1. όποιος βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, ο δαιμονισμένος 2. ο υπνοβάτης …   Dictionary of Greek

  • δαιμονώ — δαιμονῶ ( άω) (AM) [δαίμων] 1. έχω καταληφθεί από δαίμονα 2. είμαι τρελός μσν. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶν ο δαιμονισμένος αρχ. υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῑς») …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”